- ξεφόρτωμα
- το, -ατοςαπαλλαγή από φορτίο, βάρος, ενόχληση, παρουσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεφόρτωμα — το [ξεφορτώνω] 1. εκφόρτωση 2. απαλλαγή από φορτίο, από βάρος 3. μτφ. απαλλαγή από ενοχλητικά πρόσωπα ή από δυσάρεστες καταστάσεις … Dictionary of Greek
διαβάστρα — η σανίδα που τοποθετείται πρόχειρα πάνω από λάκκο, τάφρο κ.λπ. για να περάσουν διαβάτες ή για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα πλοίων, κν. μαδέρι … Dictionary of Greek
εκφόρτωση — η 1. απαλλαγή από το φορτίο, ξεφόρτωμα 2. εξαγωγή τού φορτίου από το μεταφορικό μέσο … Dictionary of Greek
λίμπο — (I) το ναυτ. προσωρινό ξεφόρτωμα ενός μέρους τού φορτίου πλοίου με σκοπό την ελάττωση τού βυθίσματος, προκειμένου να διέλθει αυτό από αβαθή θάλασσα ή από ποτάμια διάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. limbo «φορτίο πλοίου»]. (II) το είδος παραδοσιακού… … Dictionary of Greek
μαούνα — η 1. φορτηγό, χωρίς κατάστρωμα, βοηθητικό σκάφος που χρησιμεύει για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα τών πλοίων, η φορτηγίδα 2. ειδικό βοηθητικό υπηρετικό σκάφος που συμπληρώνει την αποστολή τής βυθοκόρου και με το οποίο μεταφέρονται και απορρίπτονται… … Dictionary of Greek
Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… … Dictionary of Greek
εκφορτωτής — ο εργάτης για το ξεφόρτωμα, ο φορτοεκφορτωτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκφόρτωση — η ξεφόρτωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλάγκο — το (λ. ιταλ.) 1. είδος βαρούλκου ή γερανού για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα του πλοίου. 2. φρ., «σότο παλάγκο», όρος στα ναυλοσύμφωνα που σημαίνει ότι ο παραλήπτης θα ειδοποιηθεί έγκαιρα για να παραλάβει το εμπόρευμα την ώρα που το παλάγκο του πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιλό — το (λ. γαλλ.), άκλ., αποθήκη σιτηρών με μηχανικές εγκαταστάσεις για το γρήγορο φόρτωμα και ξεφόρτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)